- τακτικῆς
- τακτικόςfit for orderingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… … Dictionary of Greek
Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… … Wikipedia
Hellenic Navy — This article is about the naval forces of modern Greece. For information on naval warfare in ancient Greece, see Hellenistic era warships. Hellenic Navy Πολεμικό Ναυτικό Polemikó Naf̱tikó Hellenic Navy Seal … Wikipedia
Παλαμήδης — I Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης, αδελφός του Οίακα και του Ναυσιμέδοντα. Ο σχετικός με τον Π. μύθος αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τα ομηρικά ποιήματα. Στις αρχές του Τρωικού πολέμου συμμετείχε στις πρεσβείες… … Dictionary of Greek
αγρομίσθωση — η (Νομ.) σύμβαση αμφοτεροβαρής ενοχικού δικαίου*, κατά την οποία ο εκμισθωτής αγροτικού κτήματος υποχρεούται να καταχωρήσει τούτο στον μισθωτή για χρήση και κάρπωση, σύμφωνα με τους όρους τής τακτικής εκμεταλλεύσεως, ο δε μισθωτής να τού… … Dictionary of Greek
αεροφωτογραφία — Η φωτογραφία που λαμβάνεται από αεροσκάφη με ειδικές φωτογραφικές μηχανές. Οι α. διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη διεύθυνση του άξονα της φωτογραφικής μηχανής. Όσες λαμβάνονται με άξονα κάθετο προς την επιφάνεια της Γης (ακριβώς… … Dictionary of Greek
αριστοκρατία — Σύμφωνα με την ετυμολογική σημασία της λέξης σημαίνει η κυριαρχία των αρίστων, πολίτευμα δηλαδή όπου κυβερνούν άνθρωποι που διακρίνονται από τους άλλους για την αξία, την υψηλή καταγωγή ή τη σοφία τους. Στην Πολιτεία του Πλάτωνα αποδεικνύεται η… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek